προτέρωθεν

προτέρωθεν
προτέρ-ωθεν, Adv. of foreg.,= ἐκ τοῦ προτέρου, Theognost.Can.156; [full] προτέρωθε, EM385.49.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτέρωθεν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέρωθεν — ΜΑ, και προτέρωθε Α επίρρ. εκ τών προτέρων, από πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. ἑτέρω θεν). Το ω τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”